υποτριζω

υποτριζω
    ὑποτρίζω
    ὑπο-τρίζω
    тихо звучать, бренчать
    

(ἥ νήτη ὑποτρίζουσα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υποτριζω" в других словарях:

  • υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή …   Dictionary of Greek

  • ὑποτρίζοντα — ὑποτρίζω cry pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποτρίζω cry pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζουσιν — ὑποτρίζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποτρίζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζειν — ὑποτρίζω cry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζουσαι — ὑποτρίζω cry pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζων — ὑποτρίζω cry pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτρίζοντες — οι, Ν βλ. υποτρίζω …   Dictionary of Greek

  • υποτριγμός — ο, Ν ελαφρό τρίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτρίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτριγμοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»